- δεῖνας
- δεῖναsuch an onemasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δεινᾶς — δεινᾶ̱ς , δεινάζω to be in straits fut ind act 2nd sg (doric) δεινός fearful fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεινάς — δεινά̱ς , δεινός fearful fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείνα — ο, η, το (και αρσ. δείνας, ο) (AM δεῑνα, ο, η, το) (για πρόσωπα ή πράγματα που δεν μπορεί ή δεν θέλει κανείς να κατονομάσει) («ο δείνα ἔμπορος», «βλέπεις τὸν δεῑνα, τέκνον μου, πεζὸς περιεπάτει», «τί δὲ ταῡτ ἔδρασ ὁ δεῑνα;») αρχ. το ουδ. ως ουσ.… … Dictionary of Greek
δεινός — ή, ό (AM δεινός, ή, όν) Ι. 1. αυτός που προκαλεί δέος, φοβερός («δεινή συμφορά, καταστροφή κ.λπ.», «κάμπους τοὺς πολλοὺς καὶ τὰς δεινὰς κλεισούρας», «δεινὸς δ εἰς ὦπα ἰδέσθαι» που η εμφάνισή του προκαλεί τρόμο) 2. πολύ ικανός, δυνατός («δεινός… … Dictionary of Greek
Δείμας — Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Αρκαδίας, γιος του Δάρδανου και της Χρύσης, κόρης του Πάλλαντα, που έχτισε το Παλλάντιον της Αρκαδίας. Όπως αναφέρεται στη μυθολογία, η συνετή διοίκηση του Δ. είχε ως συνέπεια να αυξηθεί ο πληθυσμός της Αρκαδίας… … Dictionary of Greek
δείνα, ο, η, το — και δείνας, ο, δείνα, η, δείνα, το αόρ. αντων., κάποιος: Δε θέλω να μου αναφέρεις ως παράδειγμα τον τάδε και δείνα άγνωστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)